καινότης — newness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτήτων — καινότης newness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότησι — καινότης newness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητα — καινότης newness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητας — καινότης newness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητες — καινότης newness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητι — καινότης newness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητος — καινότης newness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητ' — καινότητα , καινότης newness fem acc sg καινότητι , καινότης newness fem dat sg καινότητε , καινότης newness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek